ἀνάδεσμος

ἀνάδεσμος
ἀνάδεσ-μος, , = foreg., APl.4.134 (Mel.);
A bandage for female breast, Heliod. ap. Orib.48.50 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάδεσμος — ανάδεσμος, ο και ανάδημα, το και ανάδεμα, το ταινία για το δέσιμο των μαλλιών των γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάδεσμος — bandage masc nom sg ἀναδέσμη band for women s hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμου — ἀνάδεσμος bandage masc gen sg ἀναδέσμη band for women s hair masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμῳ — ἀνάδεσμος bandage masc dat sg ἀναδέσμη band for women s hair masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδεσμον — ἀνάδεσμος bandage masc acc sg ἀναδέσμη band for women s hair masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκτης — ο [ανέχω] 1. ανάδεσμος, κάθε όργανο πού στηρίζει από επάνω κάποιο αντικείμενο 2. Ναυτ. γουρδέλι, κορδέλι …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • μιτρανάδεσμος — μιτρανάδεσμος, ὁ (Μ) διάδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + ἀνάδεσμος «κορδέλα που συγκρατεί τα μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • ανάδημα — το, ατος βλ. αναδεσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”